- ξεράδι
- τοξερό κλαδί δένδρου ή φυτού, ξερόκλαδο2. φρύγανο3. (σε φράσεις που δηλώνουν περιφρόνηση) το πόδι, το χέρι, (α. «μη σηκώνεις το ξεράδι σου» β. «πάρε από τη μέση τα ξεράδια σου»)4. (στον πληθ. ως επίρρ. σε φράσεις που χρησιμοποιούνται επιτιμητικά) ξεράδιατίποτε (- «Τα ξέρω όλα!»- Ξεράδια ξέρεις!»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ξερός + κατάλ. -άδι (πρβλ. ασπρ-άδι), ή απευθείας από το ξηράδα ως υποκορ.].
Dictionary of Greek. 2013.