ξεράδι

ξεράδι
το
ξερό κλαδί δένδρου ή φυτού, ξερόκλαδο
2. φρύγανο
3. (σε φράσεις που δηλώνουν περιφρόνηση) το πόδι, το χέρι, (α. «μη σηκώνεις το ξεράδι σου» β. «πάρε από τη μέση τα ξεράδια σου»)
4. (στον πληθ. ως επίρρ. σε φράσεις που χρησιμοποιούνται επιτιμητικά) ξεράδια
τίποτε (- «Τα ξέρω όλα!»
- Ξεράδια ξέρεις!»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξερός + κατάλ. -άδι (πρβλ. ασπρ-άδι), ή απευθείας από το ξηράδα ως υποκορ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξεράδι — το 1. το ξερό κλαδί δέντρου ή φυτού: Μάζεψα ξεράδια κι άναψα φωτιά. 2. (περιφραστικά), τα άκρα του σώματος: Κάτω το ξεράδι σου, μάζεψε τα ξεράδια σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”